- πλαναισθησία
- η обман чувств
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλαναισθησία — η, Ν φυσιολογική ή παθολογική πλάνη τών αισθήσεων, ψευδαισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάνη + αίσθηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek